μπούχτισμα

μπούχτισμα
το [μπουχτίζω]
κορεσμός και αηδία, ιδίως από πολύ φαγητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπούχτισμα — το (λ. τουρκ.), ο κορεσμός, η αηδία: Μου έφεραν μπούχτισμα οι καβγάδες στο γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] …   Dictionary of Greek

  • παραχόρτασμα — το [παραχορταίνω] υπερκορεσμός, μπούχτισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”